• Ολομέλεια – Ομιλία περί του νομοσχεδίου για Πτωχευτικό Κώδικα

    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

    Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία τριπλή πρόκληση-προτεραιότητα.

    Η πρώτη αφορά στη γενικευμένη κατάρρευση των αξιών της ανθρώπινης ζωής, της εργασίας, του εισοδήματος, της περιουσίας. Η δεύτερη είναι να προετοιμάσουμε τη χώρα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις ενός διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο περιπλέκεται και επιδεινώνεται όλο και περισσότερο. Η τρίτη και πιο σημαντική είναι να διαχειριστούμε τα αποτελέσματα που έχει η κρίση στην οικονομία και στην κοινωνία. Ορισμένα από αυτά τα βλέπουμε ήδη στον τομέα της πραγματικής οικονομίας, και συγκεκριμένα την πτώχευση των επιχειρήσεων.

    Σίγουρα δεν συζητάμε το κλασσικό πτωχευτικό δίκαιο από την εποχή του Ναπολεόντειου Κώδικα του 1900. Συζητάμε για μία προ ή παρα- πτωχευτική διαδικασία, η οποία έχει τη βάση της στη ρύθμιση που είχε κάνει η Νέα Δημοκρατία με το άρθρο 99 το 2007, δηλαδή προ της κρίσης, ρύθμιση στην οποία είχε συνυπολογίσει τη διεθνή εμπειρία. Ο στόχος ήταν να δοθεί μια δεύτερη ή μια τελευταία ευκαιρία στις επιχειρήσεις να ανακάμψουν, να ανανήψουν, μέσω της εξυγίανσής τους στη βάση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης.

    Ποιες είναι οι διαφορές σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες; Κατά τη γνώμη μου αυτές βρίσκονται στα νομοθετικά όρια που δίνονται σε κάθε ρύθμιση. Νομοθετικά όρια που έχουν τη ρίζα στις κατά καιρούς επικρατούσες πολιτικές αντιλήψεις. Παράδειγμα, της δεκαετίας του ’80 είναι ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Μπορούμε να αναφέρουμε και άλλα πιο πρόσφατα. Βέβαια, τελευταία, παρατηρούμε ευκαιριακή σύγκλιση πολιτικών αντιλήψεων. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη δημιουργία νέων κομμάτων.

    Θέλω να εντοπίσω τις αδυναμίες αυτής της ρύθμισης με βάση τα σημερινά δεδομένα.

    Πρώτη αδυναμία είναι η συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών που δημιουργεί τον κίνδυνο να λειτουργήσουν κακόβουλα.

    Η δεύτερη αδυναμία είναι η διαμόρφωση μιας επιχειρηματικής προοπτικής με βασικό κριτήριο την τακτοποίηση των οφειλών έναντι των πιστωτών.

    Η τρίτη αδυναμία είναι η ασυλία που παρέχεται σε όσους καταφεύγουν στη ρύθμιση προσχηματικά ή καταχρηστικά. Είναι δελεαστική πράγματι προκειμένου να αποφύγουν το ακαταδίωκτο.

    Η συζήτησή μας πρέπει να οδηγήσει στον προσδιορισμό των τρόπων για να αντιμετωπισθούν αυτές οι αδυναμίες.

    Θα κάνω συγκεκριμένες προτάσεις.

    Κατ’ αρχήν θα πρέπει να γίνει εισαγωγή νέων κανόνων ή προσαρμογή των υφιστάμενων κανόνων. Θα προτιμούσα το πρώτο, για να έχουμε ένα ολοκληρωμένο δίκαιο.

    Η αναδιάρθρωση κατά τη γνώμη μου, δηλαδή η εξυγίανση μιας επιχείρησης είναι πολύ σύνθετη διαδικασία και θα πρέπει αυτές οι ρυθμίσεις να δουν όλες τις πτυχές της, δηλαδή την κοινωνική -εργαζόμενοι- τη νομική, την οικονομική και την χρηματοοικονομική πτυχή.

    Δεύτερον, πρέπει να συναρτηθεί το συμφέρον των εργαζομένων με το συμφέρον της επιχείρησης. Το λέω αυτό και απευθύνομαι και στην Αριστερά. Να μην επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Τράπεζας ή του επιχειρηματία αυτό το συμφέρον.

    Τρίτον, να θεσπιστεί μια ρύθμιση προνομιακής κατάταξης των οικονομικών απαιτήσεων των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής εκτέλεσης ή ακόμα καλύτερα, να θεσπιστεί ένα υποχρεωτικό προστάδιο συζήτησης ή και διευθέτησης με τους εργαζόμενους και μετά να επιχειρείται ο συμβιβασμός με τους υπόλοιπους πιστωτές. Θα μου πείτε: Αυτά θέλουν προϋποθέσεις. Τι θα πει συζήτηση-διευθέτηση με τους εργαζομένους; Θα σας προτείνω δύο προϋποθέσεις. Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά ας τις κουβεντιάσουμε.

    Πρώτα απ’ όλα, να ικανοποιηθεί ένα ποσοστό των οικονομικών απαιτήσεων των εργαζομένων. Το εργατικό κομμάτι το αφήνω στην άκρη προς το παρόν. Ή -αν και δεν είμαι πολύ θετικός σε αυτό- ένα ποσοστό των εργαζομένων που εκφράζουν αυτές τις απαιτήσεις. Το δεύτερο είναι δυσκολότερο και ενδέχεται να είναι και πιο επικίνδυνο. Το πρώτο όμως, αποτελεί μια καλή ρύθμιση που δίνει τη δυνατότητα στη συνέχεια να αναπτυχθεί ο διάλογος και με τους υπόλοιπους πιστωτές.

    Έλεγα προηγουμένως για νομοθετικά όρια, δηλαδή για κατευθυντήριες γραμμές.

    Τα όρια αυτά, ιδιαίτερα τα χρονικά, θα πρέπει να προσδιοριστούν με ακρίβεια, κύριε Υπουργέ. Δηλαδή: Πόση ευχέρεια πρέπει να έχει ο δικαστής – για παράδειγμα στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι ο ειρηνοδίκης- για να κρίνει τη δυνατότητα ανταπόκρισης του οφειλέτη στις υποχρεώσεις του; Δεν πρέπει να το προσδιορίσουμε; Άρα, λοιπόν σαφής προσδιορισμός των νομοθετικών ορίων.

    Επίσης, να ομαδοποιηθούν οι επιχειρήσεις ανάλογα με το πρόβλημά τους και την προοπτική τους. Εδώ τις αντιμετωπίζουμε συλλήβδην. Πρέπει να δούμε ο κλάδος είναι πραγματικά πολύ εκτεθειμένος στην κρίση;

    Να ελέγχεται η δόλια συμπεριφορά του επιχειρηματία ή και των πιστωτών του. Ακόμα, να ελέγχεται, κύριοι συνάδελφοι, η προηγούμενη προσπάθεια που έκαναν οι πιστωτές για την εξεύρεση λύσης, πριν την αίτηση της υπαγωγής. Δηλαδή, η τράπεζα θα πρέπει να πείσει ότι, κατόπιν υποβολής αιτήματος εκτός διαδικασίας από τους πιστωτές, η ίδια έχει πάρει πρωτοβουλίες, για παράδειγμα, την αναδιάρθρωση του χρέους.

    Τέλος, η όποια ρύθμιση δεν θα πρέπει να συνεισφέρει σε νέους περιορισμούς ρευστότητας. Ήδη, αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία πάρα πολλούς και δεν πρέπει να προσθέσουμε και άλλους.

    Και μία τελευταία πρόταση. Θα έλεγα ότι θα μπορούσε να γίνει ένας συνδυασμός της αναδιάρθρωσης μιας επιχείρησης με κίνητρα του Ε.Σ.Π.Α.. Δηλαδή, αν εξασφαλιστούν όλες οι προηγούμενες προϋποθέσεις και αν πραγματικά υπάρχει προοπτική να επιβιώσει μία επιχείρηση, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε μία ειδική κατηγορία κινήτρων που θα τη βοηθήσουν να επιστρέψει ταχύτερα στην οικονομία και να μη χάσουν οι εργαζόμενοι την απασχόλησή τους.

    Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας -γιατί από εκεί ξεκινάνε όλα- δεν είναι κάτι έξω από όλα αυτά.

    Κυρίως βασίζεται στην έλλειψη ρευστότητας. Η κρίση αυτό έδειξε. Μιλάμε συνέχεια για ανταγωνιστικότητα, αλλά μόνο από πλευράς των μισθών των εργαζομένων, και όχι από πλευράς ρευστότητας που την περιόρισε η ύφεση. Υπάρχουν βέβαια και άλλες πτυχές. Είναι ενδιαφέρουσα η συζήτηση, αλλά δεν είναι της παρούσης.

    Το δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Αποτελεί σοβαρό εμπόδιο και η όποια ρύθμιση θα πρέπει να αξιολογηθεί στις επικρατούσες συνθήκες. Να σταματήσουν την κινδυνολογία όλες οι πλευρές – και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ακόμα και η ακαδημαϊκή κοινότητα. Κανείς πλέον δεν εμπιστεύεται κανέναν ούτε για να επενδύσει ούτε για να καταναλώσει

    Και κλείνω με μία παράκληση κυρίως προς την Αριστερά: ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι το κεφάλαιο δεν είναι ο εχθρός του λαού, αλλά το καύσιμο για τη δημιουργία επενδύσεων και απασχόλησης.

    Όποιος με πρόσεξε στην αρχή της εισήγησής μου, μίλησα για προστασία των εργαζομένων. Και η προστασία των εργαζομένων δεν έχει να κάνει με την εκκαθάριση μιας επιχείρησης και την είσπραξη των οφειλομένων, αλλά με τη λειτουργία της επιχείρησης και την αποκατάσταση των θέσεων εργασίας.

    Σας ευχαριστώ πολύ.

Comments are closed.