• Ομιλία EnerTech

    Η μετάβαση σε μια βιώσιμη, διαφοροποιημένη και ασφαλή ενεργειακή οικονομία ως αναγκαίος και εφικτός στόχος για την Ελλάδα

    Όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, από κάθε άποψη.

    Οι λεπτομέρειες είναι περιττές.

    Υπό τις παρούσες συνθήκες, η μετάβαση σε μια βιώσιμη, διαφοροποιημένη και ασφαλή ενεργειακή οικονομία είναι μια μεγάλη πρόκληση που αφορά στη μείωση της μεγάλης εξάρτησης και του υψηλού της κόστους (εισάγουμε πάνω από το 70% των αναγκών), στην αύξηση της εξοικονόμησης ενέργειας και στη διευκόλυνση των επενδύσεων.

    Προφανώς και υπάρχουν πλεονεκτήματα, όπως και προβλήματα σε κάθε καινοτομία ή τεχνολογία. Δεν είναι όλα τα προβλήματα λυμένα επί τη εμφανίσει.

    Κάθε ενεργειακή επιλογή έχει ένα τίμημα, οικονομικό, περιβαλλοντικό, κοινωνικό.

    Πολλά δε προβλήματα οφείλονται σε διάχυτες μονοπωλιακές νοοτροπίες, που εμποδίζουν ακόμα και το να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, όπως η μετονομασία της χονδρεμπορικής αγοράς ΗΕ σε ΗΕΠ, ή η διατήρηση επί πολλά χρόνια μιας μονοπωλιακής δομή στον ηλεκτρισμό.

    Δεν πρέπει όμως να πάμε στο άλλο άκρο κάνοντας με βίαιο και ασύμφορο τρόπο.

    Εμείς, ως κυβέρνηση, προσπαθήσαμε έγκαιρα και αντίθετα στο κατεστημένο, να εισάγουμε νέες νοοτροπίες και πρωτοβουλίες :

    ●    Τη δημιουργία αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών μέσω ΧΑΤ σε ενεργειακά έργα, για να έχει ο χρήστης ενεργειακά αποδοτικότερες και άρα οικονομικότερες λύσεις.

    ●    Τη δημιουργία ενός ελκυστικού θεσμικού πλαισίου, εργαλείων και κανόνων για επενδύσεις ΑΠΕ.

    ●    Τη δημιουργία προγράμματος ανάπτυξης ΦΒΣ σε στέγες, για να καταστήσουμε την «πράσινη ενέργεια» ωφέλιμη για τον πολίτη – αυτοπαραγωγό.

    ●    Τις επενδύσεις στη ΓΘ, την πιο αδικημένη και πιο καθαρή μορφή ΑΠΕ. που γίνονται πια πραγματικότητα στην ελληνική περιφέρεια, δημιουργώντας νέες ΘΕ, μειώνοντας το κόστος σε άλλους τομείς π.χ. αγροτικό, τουριστικό, μεταποίηση.

    Μόνο αν αναδιαρθρωθεί ο ενεργειακός τομέας και στην παραγωγή αλλά και στη ζήτηση θα απαντήσουμε στην πρόκληση.

    Αυτό απαιτεί αξιολόγηση των δυνατοτήτων όλων των πηγών ενέργειας και των επιπτώσεών τους με όλα τα δυνατά σενάρια (μαθηματικά μοντέλα με παραδοχές για το πώς θα εξελιχθεί η ζήτηση, η παραγωγική δυναμικότητα των μονάδων, πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι των ΑΠΕ και ΕΞΕ, πόσο είναι το κόστος τους κλπ).

    Όχι όμως στα τυφλά, αλλά με μία πολιτική πυξίδα, όπως ο ΜΕΣ που είχαμε διαμορφώσει θεσμικά, με το ΣΕΕΣ και με τα κατάλληλα εργαλεία.

    Έρχομαι στις ΑΠΕ. Μια αγορά με πολύ μέλλον στην Ευρώπη.

    Σε αυτό το πεδίο, αναμένω καταρχήν από την Ε.Ε. να καθοδηγήσει αποτρέποντας αρνητικές εξελίξεις : να συνθέσει δηλαδή τις ανάγκες από άποψη περιβαλλοντική, ενεργειακή, θέσεων εργασίας, με το κόστος για τις εθνικές οικονομίες και ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ή βρέθηκαν.

    Η αγορά αυτή έχει μέλλον στη χώρα μας, με την υψηλότερη ηλιακή ακτινοβολία στην Ευρώπη, με αιολικό δυναμικό πάνω από 8.000 MW με ΓΘ πεδία που μπορεί να δώσουν έως 350 MW, με μεγάλο αριθμό νερών και πηγών.

    Γι αυτό πρέπει να την προστατεύσουμε από το να γίνει μια αγορά- φούσκα, διασφαλίζοντας τη βιώσιμη προοπτική και εξέλιξή της.

    Πώς είναι δυνατόν να ανεβάζουμε το στόχο όταν βλέπουμε τον κίνδυνο της παρατεταμένης ύφεσης;

    Με ποια δίκτυα θα την απορροφήσουμε;

    Κάθε τεχνολογία ΑΠΕ έχει διαφορετική συμπεριφορά στα δίκτυα και βέβαια, διαφορετικό κόστος παραγωγής, ανάλογα με την ωριμότητά της.

    Θα σβήνουμε θερμικούς σταθμούς που καλύπτουν και την αιχμή της ζήτησης;

    Ναι θέλουμε μονάδες βάσης.

    Θέλουμε και μονάδες μέσου φορτίου και αιχμής.

    Θέλουμε και ΑΠΕ (και μάλιστα από όλες τις τεχνολογίες).

    Όμως όλα αυτά πρέπει να είναι λειτουργικά, να κοστίζουν το δυνατόν λιγότερο, να είναι ασφαλή και να μην απαιτούν υπερβολικές επενδύσεις σε δίκτυο.

    Έρχομαι στις επενδύσεις.

    Προφανώς το ενεργειακό μας μίγμα πρέπει να εμπλουτισθεί με ΑΠΕ.

    Τους λόγους τους εξήγησα στην αρχή.

    Υπάρχουν όμως τρία ζητήματα που προβληματίζουν :

    Το πρώτο αφορά στο τίμημα που σηκώνουν οι πολίτες για να υπάρχει καθαρότερο περιβάλλον. Το τίμημα αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το κοινωνικά ανεκτό, ούτε να θέτει υπό αίρεση την όλη προσπάθεια.

    Θυμίζω ότι γι αυτό πρώτοι εμείς προχωρήσαμε στην αποκλιμάκωση των εγγυημένων τιμών ΦΒΣ

    Το δεύτερο είναι η ενεργειακή σπατάλη, κυρίως στα κτίρια.

    Μπορεί η θερμομόνωση τυπικά να νομοθετήθηκε το 1979, όμως ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει πρόοδος. Και αυτό ακυρώνει και τις εφαρμογές ΑΠΕ στα κτίρια.

    Το τρίτο αφορά στις επενδύσεις στα δίκτυα και τα ΚΥΤ που χρειάζονται για να απορροφηθούν οι ΑΠΕ.

    Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΥΠΕΚΑ, το ύψος των επενδύσεων ανέρχεται σε 18 δις έως το 2020. Εξαρτάται βεβαίως από το μίγμα ΑΠΕ αλλά και από την περιοχή στην οποία θα εγκατασταθούν, αν απαιτούνται διασυνδέσεις κλπ.

    Είναι προφανές λοιπόν ότι η «πράσινη ανάπτυξη» δεν είναι δωρεάν.

    Για να ωφεληθείς μακροπρόθεσμα περιβαλλοντολογικά, πρέπει να πληρώσεις βραχυπρόθεσμα.

    Χρειάζεται λοιπόν και μίγμα κινήτρων ώστε εκείνος που θα την πληρώσει να μην είναι ο καταναλωτής.

    Λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή κατάσταση πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα σε τεχνολογίες παροχής φθηνότερης ενέργειας που ταυτόχρονα να είναι και περιβαλλοντικά ασφαλής.

    Να μην αντλούμε τα παραδείγματα του Βορρά μόνο για τις ΑΠΕ, αλλά και για την παραγωγή ΗΕ από τη διαχείριση αποβλήτων.

    Και να μην εξαντλούμαστε μόνο στις επενδύσεις.

    Η Ελλάδα μπορεί να γίνει κέντρο έρευνας, καινοτομίας και εφαρμογών στις ΑΠΕ ώστε σε λίγα χρόνια να μπορούμε να παράγουμε και να πωλούμε την «αιχμή» τέτοιων εφαρμογών.

    Ανακοινώνουν έργα, όπως project Helios, χωρίς αυτά να εντάσσονται σε κανένα ενεργειακό σχεδιασμό ισχύος, δικτύων κλπ όπως και το φιάσκο του Αστακού.

    Για να αποφανθούμε αν το Helios είναι ένα σχέδιο εφικτό και επωφελές για την εθνική οικονομία, την εγχώρια παραγωγή και απασχόληση, χρειαζόμαστε πολλές ακόμα πληροφορίες. Γιατί καλώς να δίνουμε ρεύμα στη Γερμανία, αλλά ποιος θα πληρώσει για αυτό, υπό ποιες προϋποθέσεις και ποια θα είναι η προστιθέμενη αξία του εγχειρήματος και ποιες επιπτώσεις θα έχει στις χρηματοδοτήσεις μας από την Ε.Ε..

    Ένα παράδειγμα : Συμφωνούμε αν τα δις Ευρώ του νέου πακέτου ‘Connecting Europe’ για την περίοδο 2014-2020 που θα χρηματοδοτήσει τα απαραίτητα TEN, εξευρεθούν από το δικό μας συνολικό μας φάκελό;

    Βέβαια εδώ το ισχύον ΕΣΠΑ 2007-2013 δεν απορροφά σε σημείο που οι Ευρωπαίοι να μας το ξαναπακετάρουν τώρα ως δώρο τύπου ‘σχεδίου Μάρσαλ’, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση για να μπω τώρα.

    Η μετάβαση δεν είναι μόνο αναγκαίος στόχος για την Ελλάδα.

    Δεν απορρέει μόνο από τις υποχρεώσεις μας ως μέλος της Ε.Ε., ούτε επειδή υπογράψαμε το σύμφωνο το Κυότο για το περιβάλλον. Είναι ένας εφικτός στόχος που οφείλουμε να κυνηγήσουμε, πάντοτε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα σχεδιασμού.

Comments are closed.