Περιφερειακή Πολιτική: Εμπειρίες και Προοπτικές
Εκδήλωση του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος
Εισήγηση Κ. Μουσουρούλη
Αγαπητοί φίλοι,
Η Συνθήκη της Ρώμης είχε, όπως αποδείχτηκε, μια μεγάλη παράλειψη.
Δεν ασχολήθηκε καθόλου με την Περιφερειακή Πολιτική. Αυτό έγινε διότι οι συντάκτες – διαπραγματευτές της Συνθήκες, θεώρησαν ότι για να εξασφαλισθεί η ισόρροπη ανάπτυξη στην Ευρώπη και να αντιμετωπισθούν οι ανθρώπινες ανάγκες των πολιτών, αρκεί η κατάργηση των πάσης φύσεως εμποδίων στις συναλλαγές.
Πράγματι, το πιο βασικό εργαλείο για το σκοπό αυτό, δηλαδή η εσωτερική αγορά, έφερε μεγάλη ανάπτυξη στην Ε.Ε.. Όμως η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν ισόρροπη και δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις ανθρώπινες ανάγκες με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα Κράτη-Μέλη και τις Περιφέρεις της Ένωσης.
Το επίπεδο ζωής των λαών της Ευρώπης όχι μόνο παρέμεινε διαφορετικό, αλλά η “ψαλίδα” άνοιξε ακόμη περισσότερο, λόγω της διαφορετικής, από χώρα σε χώρα, επίδρασης και άλλων, εξωγενών, παραγόντων, όπως οι διεθνείς κρίσεις πχ η ενεργειακή ή η, πιο πρόσφατη, χρηματοπιστωτική.
Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα : ποια σημασία μπορεί να έχει για τους λαούς της μία Ένωση που δεν μπορεί να εξασφαλίζει τις ίδιες συνθήκες ευημερίας σε όλους;
Μπορεί το θέμα αυτό είναι να είναι, σήμερα, περισσότερο έντονο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει τη μεγάλη συμβολή της Ε.Ε., μέσα από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, στην προσπάθεια για σύγκλιση και συνοχή.
Και όταν λέω συμβολή, δεν εννοώ τις μεταβιβάσεις πόρων. Άλλωστε αν προσέξουμε το ποσοστό του ΑΕΠ/κάτοικο που αντιπροσωπεύουν οι μεταβιβάσεις αυτές – μεταξύ 3-6% για τις χώρες με αναπτυξιακή υστέρηση, θα αντιληφθούμε ότι η επίπτωση που είχαν στο κλείσιμο της “ψαλίδας”, ήταν περιορισμένη.
Ουσιαστική επίπτωση είχαν και έχουν μόνο οι πολιτικές του ίδιου του Κράτους.
Και που σε τι συνίσταται τότε η συμβολή των Διαρθρωτικών Ταμείων;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, σε δυο λόγους : πρώτον, στη συμμετοχή της Ε.Ε. στο σχεδιασμό των εθνικών πολιτικών και την υποστήριξη της εφαρμογής τους και δεύτερον, στην, επίσης υποχρεωτική, εφαρμογή από τα Κράτη-Μέλη των παράλληλων πολιτικών της Ένωσης πχ για τον ανταγωνισμό, το περιβάλλον, την ενέργεια κλπ.
Στη 40χρονη σχεδόν πορεία των Διαρθρωτικών Ταμείων, έγιναν πολλά σε αυτές τις δυο κατευθύνσεις.
Οι πόροι άρχισαν να προγραμματίζονται σε πολυετή βάση, οι αποφάσεις να λαμβάνονται όλο και πιο κοντά στον πολίτη (η περίφημη αρχή της επικουρικότητας), τα εργαλεία να εμπλουτίζονται, όπως πχ έγινε με την προσθήκη – στην πορεία προς την ΟΝΕ – του Ταμείου Συνοχής ή πρόσφατα με τις πρωτοβουλίες Jeremie, Jessica και Jaspers, η σχέση κόστους – αποτελεσματικότητας να βελτιώνεται, οι αναπτυξιακοί προσανατολισμοί να καθορίζονται πριν από τον προγραμματισμό των πόρων κλπ.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η Ελλάδα προσπάθησε πολύ αλλά δεν κατάφερε να είναι απολύτως συνεπής με τις Κοινοτικές της υποχρεώσεις, που άλλωστε, δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολες.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν ήλθε γιατί δεν καταφέραμε καλά τα εξής βασικά πράγματα :
να ορίζουμε σωστά το αναπτυξιακό μας ζήτημα,
να σχεδιάζουμε στρατηγικά και με ολοκληρωμένο τρόπο τις πολιτικές μας,
να τις συνδέουμε με το οικονομικό, επιχειρηματικό και κοινωνικό περιβάλλον,
να τις χρηματοδοτούμε ισόρροπα (για να μην εξαρτώμεθα από την “κοσμογονική” επίπτωση μίας μόνο από αυτές),
να τις διαφοροποιούμε και να τις συντονίζουμε στο χώρο (πχ στις ορεινές περιοχές, στα νησιωτικά συμπλέγματα, τα μητροπολιτικά κέντρα, τις μεσαίου μεγέθους πόλεις κλπ).
να τις παρακολουθούμε επιτελικά,
να προγραμματίζουμε αποτελεσματικά τις ενέργειες που πρέπει να κάνουμε με τους πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας και, τέλος,
να διαχειριζόμαστε τους πόρους αυτούς με απόλυτη προσήλωση στις αρχές της διαφάνειας, της οικονομικότητας και της αποδοτικότητας.
Και έρχομαι σε τρία συμπεράσματα, πιστεύω, ουσίας :
Οι πραγματικές δυσκολίες που συνάντησε η διαχείριση και διεύθυνση των ΚΠΣ σχετίστηκαν άμεσα με την “πελατειακή” δομή και λειτουργία του πολιτικού μας συστήματός μας. Για αυτό, άλλωστε, τα ΚΠΣ έχουν αντιμετωπιστεί, από την πλειονότητα των πολιτικών αλλά και των πολιτών, ως μία διαδικασία είσπραξης πόρων.
Η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση δεν μπόρεσε – και, δυστυχώς, δεν μπορεί ακόμη να συντελέσει στην ανάπτυξή της χώρας. Και αυτό γιατί δεν μπόρεσε να εκφράσει, ούτε καν να παρακολουθήσει, το μεγάλο πολιτικό γεγονός της συμμετοχής μας στην Ε.Ε.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως παρεμβαλλόμενο μέγεθος στην αναπτυξιακή διαδικασία, δεν κατόρθωσε και δεν θα κατορθώσει ούτε και με το Πρόγραμμα “Καλλικράτης”, να υποστηρίξει την περιφερειακή συγκρότηση της χώρας και να αξιοποιήσει τις μεγάλες δυνατότητες της Ελληνικής περιφέρειας.
Όλα αυτά εξηγούν και τις αντιθέσεις που διαχρονικά διατηρήθηκαν ανάμεσα στο Κοινοτικό Δίκαιο και την Εθνική μας Νομοθεσία, τις οποίες σαφώς και αποδίδω στο πολιτικό σύστημα και στη δημόσια διοίκηση.
Στο βιβλίο μου δεν παρουσιάζω μόνο την προσπάθεια που καταβάλαμε στη Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης του πρώην Υπουργείου Οικονομίας, για να εξαλείψουμε τις αντιθέσεις αυτές.
Προσπάθησα να αποδείξω την αξία που έχει η υπεύθυνη Κοινοτική συμπεριφορά μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, που αποφάσισε να επιλύσει τα προβλήματά της μέσα από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά και να καταδείξω τις οδυνηρές επιπτώσεις που υπάρχουν όταν η χώρα αυτή αποφασίζει να παρεκκλίνει ή, ακόμα, και να τα επιλύει εκτός του πλαισίου αυτού.
Στο βιβλίο μου απέφυγα να αποσιωπήσω τις αδυναμίες ή να ωραιοποιήσω τα επιτεύγματά μας. Προσπάθησα, όμως, να δώσω τη δυνατότητα στους αναγνώστες μου να εκτιμήσουν ολοκληρωμένα και, πιστεύω, δίκαια τη διακυβέρνηση της ΝΔ, με όλες τις αδυναμίες, τα σφάλματα ή τις παραλείψεις της.
Και κάτι ακόμη.
Ως τεχνοκράτης που σχεδίασε πολιτικές και διαχειρίστηκε πόρους, προσπάθησα να δώσω απάντηση σε ένα ερώτημα που είναι πολύ της μόδας : «που πήγαν τα λεφτά;».
Και νομίζω ότι την έδωσα.
Αγαπητοί φίλοι,
Μίλησα προηγουμένως για αντιθέσεις.
Εσείς εδώ στις Βρυξέλλες γνωρίζετε καλά ότι μόνο μέσα από την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, την “ολοκλήρωση” όπως θα λέγαμε, μπορούν οι αντιθέσεις αυτές να μετατραπούν σε ενότητα.
Ενότητα, που σήμερα, υπό συνθήκες κρίσης, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ άλλοτε για να κατορθώσει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις ανθρώπινες ανάγκες των λαών της. Για να μην ξεχνάμε και τις Συνθήκες.
Η ενότητα όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εναρμόνιση των πολιτικών, το “κεκτημένο” όπως θα λέγαμε.
Και δυστυχώς, σήμερα, η Ευρώπη φαίνεται ότι ενδιαφέρεται μόνο για αυτό και όχι για την αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών που εκτοξεύτηκαν από τη μεγάλη κρίση.
Με αυτή τη μεταστροφή του ενδιαφέροντος, οι Βρυξέλλες έπαψαν να είναι προσιτές στον Ευρωπαίο πολίτη. Η σχέση “κρύωσε”. Και εσείς οι που εργάζεστε στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς πρέπει να το καταλάβετε.
Προφανώς και δεν παραγνωρίζω ότι πρέπει να καταβάλουμε προσπάθειες για να είμαστε όλοι συνεπείς στις υποχρεώσεις μας.
Όπως και δεν παραγνωρίζω ότι ενοποίηση είναι μια δυναμική διεργασία που συν-διαμορφώνεται από πολιτικές επιλογές των εκάστοτε ηγεσιών.
Όμως, τελικά, η πολιτική διαπραγμάτευση στην οποία καταλήγουν όλα, έχει πάψει να γίνεται μεταξύ ισότιμων Κρατών.
Εκείνοι που φανερά πλέον επιδιώκουν την ηγεμονία της Ευρώπης, όχι μόνο αμφισβητούν την πολιτική της ενότητα αλλά την ρηγματώνουν πολύ επικίνδυνα.
Αν συνεχίσουν έτσι, θα χαθεί από τη συνείδηση των πολιτών η εμπιστοσύνη.
Και αν αυτό συμβεί, θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι, ασθμαίνουσες σήμερα, φυγόκεντρες τάσεις.
Αν θέλουμε να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη αυτή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τις πολιτικές αποφάσεις των ηγετών και η Επιτροπή με τις εισηγήσεις της, θα πρέπει να αλλάξουν προτεραιότητες.
Εκείνο που προέχει σήμερα είναι να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί τις μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Ευχαριστώ πολύ